- καρφίων
- κάρφοςany small dry bodyneut gen pl (doric)καρφίονsuckersneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενήλωση — η (Α ἐνήλωσις) [ενηλώ] νεοελλ. (πυροβ.) το σφήνωμα τής πυροδοτικής τρύπας τών παλιών πυροβόλων με καρφί για να αχρηστευθούν αρχ. 1. κάρφωμα καρφιών 2. στερέωση καρφιών για στολισμό 3. τα ίδια τα καρφιά ή οι καρφίδες που στερεώνονται κάπου για… … Dictionary of Greek
κλαπωτός — κλαπωτός, ή, όν (Μ) [κλάπα] 1. (για ενδύματα) αυτός που φέρει κεντήματα με σχήμα καρφιών 2. χρυσοκέντητος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ κλαπωτά φορέματα με κεντήματα σε σχήμα καρφιών 4. φρ. «τέχνη κλαπωτή» η τέχνη τής κατασκευής κλαπωτών … Dictionary of Greek
ήλωση — η (Μ ἥλωσις) [ηλώ] το κάρφωμα νεοελλ. 1. ιατρ. η χρησιμοποίηση καρφιών ή μέσων με ανάλογο σχήμα, από ανοξείδωτο χάλυβα, για την αποκατάσταση τής συνέχειας ενός οστού που έχει υποστεί κάταγμα 2. σύνδεση λεπτών τεμαχίων μηχανής ή κατασκευής με… … Dictionary of Greek
αερόσφυρα — Εργαλειομηχανή που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα τον οποίο διοχετεύει σε αυτήν ένας αεροσυμπιεστής. Η α. αντικατέστησε τη βαριά σφύρα ή βαριοπούλα του σιδηρουργού και του μηχανουργού. Υπάρχουν πολλοί τύποι α., ανάλογα με τις διαστάσεις και τον… … Dictionary of Greek
εμπαιστική — Η τέχνη της προσαρμογής μεταλλικών ελασμάτων που φέρουν διάφορες παραστάσεις (προσώπων, ζώων κλπ.) στην επιφάνεια μεταλλικού ή ξύλινου αντικειμένου, με τη χρησιμοποίηση πολύ λεπτών καρφιών. Στην Ελλάδα, η τέχνη αυτή ήταν γνωστή από τους αρχαίους… … Dictionary of Greek
ηλοθήκη — η θήκη καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + θήκη] … Dictionary of Greek
ηλοκοπικός — ἡλοκοπικός, ή, όν (Α) [ηλοκόπος] φρ. «ἡλοκοπική τέχνη» η τέχνη τού κατασκευαστή καρφιών, η τέχνη τού ηλοκόπου … Dictionary of Greek
ηλοποιός — ἡλοποιός, ὸν (Α) κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθο ποιός, νομισματο ποιός] … Dictionary of Greek
ηλουργός — ἡλουργός, ὁ (Μ) ο κατασκευαστής καρφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος + ουργός (< έργο), πρβλ. ξυλ ουργός, οπλ ουργός] … Dictionary of Greek
καρφολασία — καρφολασία, ἡ (Μ) τα ίχνη τών καρφιών από τα πέταλα τών αλόγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρφίον ή κάρφος + ἔλασις] … Dictionary of Greek